ἔξαυλος

ἔξαυλος
ἔξαυλος
piped away
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έξαυλος — ἔξαυλος, ον (Α) [αυλός] (για επιστόμιο αυλού) υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος …   Dictionary of Greek

  • ἔξαυλον — ἔξαυλος piped away masc/fem acc sg ἔξαυλος piped away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”